- τσέτης
- ο, Ν1. (παλ. τ.) στρατιώτης άτακτου στρατού, αντάρτης2. συν. στον πληθ. οι τσέτεςονομασία Τούρκων ανταρτών οι οποίοι, συγκροτημένοι σε εθελοντικά τάγματα ή συμμορίες, έδρασαν εναντίον τού ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cete].
Dictionary of Greek. 2013.