τσέτης

τσέτης
ο, Ν
1. (παλ. τ.) στρατιώτης άτακτου στρατού, αντάρτης
2. συν. στον πληθ. οι τσέτες
ονομασία Τούρκων ανταρτών οι οποίοι, συγκροτημένοι σε εθελοντικά τάγματα ή συμμορίες, έδρασαν εναντίον τού ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cete].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσέτης — ο κυρίως στον πληθ. τσέτες, οι Τούρκοι αντάρτες που έδρασαν ενάντια στον ελληνικό στρατό στην περίοδο 1919 1922 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”